πίστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίστα | οι | πίστες |
γενική | της | πίστας | των | πιστών |
αιτιατική | την | πίστα | τις | πίστες |
κλητική | πίστα | πίστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πίστα < γαλλική piste < ιταλική pista < λατινική pisto < pistum < pinso < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίστα θηλυκό
- ένα μέρος ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού
- ο διάδρομος