• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πίστα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : πιστά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίστα οι πίστες
      γενική της πίστας των πιστών
    αιτιατική την πίστα τις πίστες
     κλητική πίστα πίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πίστα < γαλλική piste < ιταλική pista < λατινική pisto < pistum < pinso < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίστα θηλυκό

  1. ένα μέρος ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού
  2. ο διάδρομος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πίστα
  • αγγλικά : racetrack (en), track (en), rink (en), speedway (en)
    μέρος παιχνιδιού
  • αγγλικά : level (en)
    διάδρομος
  • αγγλικά : runway (en)
  • γαλλικά : piste (fr)
  • πορτογαλικά : pista (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πίστα&oldid=6632776"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Μαρτίου 2024, στις 22:04

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    • Svenska
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Μαρτίου 2024, στις 22:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας