ενικός         πληθυντικός  
racetrack racetracks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
racetrack < race + track

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

racetrack (en)

  1. η πίστα για αγώνες με δρομείς, αυτοκίνητα, ποδήλατα κτλ.
    ⮡  a motorcycle racetrack - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
  2. (αμερικανική σημασία) το ιπποδρόμιο, η πίστα ιπποδρομιών
    ⮡  The racetrack has an oval track, which has a length of 2000 meters.
    Το ιπποδρόμιο διαθέτει μία οβάλ πίστα, η οποία έχει μήκος 2000 μέτρων.
     συνώνυμα: racecourse (βρετανικά αγγλικά)