Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
race races

race (en)

  1. ο αγώνας, η κούρσα, ο δρόμος, ανταγωνισμός μεταξύ ανθρώπων, ζώων, οχημάτων κτλ. για να δούμε ποιο είναι πιο γρήγορο
    ⮡  a running/swimming race - αγώνας δρόμου/κολύμβησης
    ⮡  The cycling race was very difficult.
    Ο ποδηλατικός αγώνας ήταν πολύ δύσκολος.
    ⮡  She’s leading the race.
    Οδηγεί την κούρσα.
    ⮡  He finished first after a frenzied race.
    Τερμάτισε πρώτος ύστερα από μια ξέφρενη κούρσα.
    ⮡  a marathon race - μαραθώνιος δρόμος
    ⮡  a five-mile race - δρόμος πέντε μιλίων
  2. (μόνο ενικός) ο αγώνας, η κούρσα, κατάσταση στην οποία ένας αριθμός ανθρώπων, ομάδων, οργανώσεων κτλ. ανταγωνίζονται, ειδικά για πολιτική εξουσία ή για να πετύχουν κάτι πρώτο
    ⮡  The global race for innovation and talent.
    Ο παγκόσμιος αγώνας για καινοτομίες και ταλέντα.
    ⮡  It’s a race for the US presidency unlike any other in American history.
    Είναι ένας προεκλογικός αγώνας για τον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ αλλιώτικος από οποιονδήποτε άλλο στην αμερικανική ιστορία.
    ⮡  The arms race has begun.
    Άρχισε η κούρσα των εξοπλισμών.
  3. (μόνο πληθυντικός) οι κούρσες, για ιπποδρομία
    ⮡  He’s going to the races.
    Πηγαίνει στις κούρσες.
     συνώνυμα: horse races
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φυλή, μεγάλη ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά πχ. χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.
    ⮡  The different races of the world have different customs.
    Οι διαφορετικές φυλές του κόσμου έχουν διαφορετικά έθιμα.
    ⮡  Many races share the same language and culture.
    Πολλές φυλές έχουν την ίδια γλώσσα και κουλτούρα.
  5. ρίζωμα ορισμένων φυτών, όπως του τζίντζερ

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας race
γ΄ ενικό ενεστώτα races
αόριστος raced
παθητική μετοχή raced
ενεργητική μετοχή racing

race (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συναγωνίζομαι, κάνω κόντρα, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι με κάποιον ή κάτι για να δω ποιος μπορεί να πάει πιο γρήγορα ή να κάνει κάτι πρώτος
    ⮡  They are racing to see who runs the fastest.
    Συναγωνίζονται ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα.
    ⮡  The athletes will race (each other) for a place on the podium.
    Οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ.
    ⮡  The young people are racing on the avenue.
    Οι νεαροί κάνουν κόντρα στη λεωφόρο
    ⮡  Come on, let’s race home.
    Έλα να παραβγούμε ως το σπίτι.
    ⮡  Should we race?
    Παραβγαίνουμε στο τρέξιμο;
  2. (μεταβατικό) κάνω κόντρα με κάτι, βάζω κάτι να παραβγεί με κάτι, βάζω ένα ζώο ή ένα όχημα να συναγωνιστεί σε αγώνα
    ⮡  We are racing cars.
    Κάνουμε κόντρες με αυτοκίνητα.
    ⮡  He made his dog race against mine.
    Έβαλε το σκύλο του να παραβγεί με το δικό μου στο τρέξιμο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρέχω, ορμώ, κινούμαι πολύ γρήγορα
    ⮡  Stop racing around the house!
    Πάψτε να τρέχετε στο σπίτι!
    ⮡  He raced up the stairs.
    Όρμησε πάνω τις σκάλες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dart



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
race races

race (fr) θηλυκό