τζίντζερ με το κοτσάνι του
 
ξεφλουδισμένο τζίντζερ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζίντζερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ginger < μέση αγγλική gingere / gingivere < αγγλοσαξονική gingifer / gingiber < μεσαιωνική λατινική gingiber, zingeber < δημώδης λατινική *jeniperus < λατινική zingiberi < ελληνιστική κοινή ζιγγίβερις ‎(αντιδάνειο) [1] < αρχαία ταμίλ இந்சி ‎(iṅci) + வேர் ‎(vēr: ρίζα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζίντζερ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.