↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιτζιμπίρα οι τζιτζιμπίρες
      γενική της τζιτζιμπίρας των τζιτζιμπίρων
    αιτιατική την τζιτζιμπίρα τις τζιτζιμπίρες
     κλητική τζιτζιμπίρα τζιτζιμπίρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ποτήρι με τζιτζιμπίρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζιτζιμπίρα < αγγλική ginger beer < ginger (τζίντζερ, πιπερόριζα) + beer (μπίρα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζιτζιμπίρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία