Ετυμολογία

επεξεργασία

beer < μέση αγγλική bere < αγγλοσαξονική beor < πρωτογερμανική *beuzą

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beer beers

beer (en)

  • η μπίρα
    ⮡  She downed a glass of beer in one gulp.
    Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beer (af)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beer (nl)