↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρσα οι κούρσες
      γενική της κούρσας
    αιτιατική την κούρσα τις κούρσες
     κλητική κούρσα κούρσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούρσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούρσα θηλυκό

  1. αγώνας ταχύτητας μεταξύ αυτοκινήτων
  2. αγώνας διεκδίκησης π.χ. σε διαγωνισμό, σε εκλογές κ.α.
    ※  κανείς δε γίνεται πραγματικά σπουδαίος αν δεν έχει απέναντι κάποιον ισάξιό του να μην τον αφήνει να επαναπαύεται στις δάφνες του, να τον συναγωνίζεται στην κούρσα για την τελειότητα.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
  3. (παρωχημένο) το αυτοκίνητο
    ※  Ο Μελέτης, λοιπόν, σκέφτηκε ότι κάποιος είχε φέρει την ξένη με κούρσα στο χωριό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία