runway
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
runway | runways |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
runway (en)
- ο διάδρομος, η πίστα του αεροδρομίου ή του ελικοδρομίου
- ↪ a runway for landing/take-off - διάδρομος προσγειώσεως/απογειώσεως
- ↪ the runway of the airport/heliport - η πίστα του αεροδρομίου/του ελικοδρομίου