Δείτε επίσης: αποδημητήρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðiˈmi.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δη‐μή‐τρι‐α

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδημήτρια οι αποδημήτριες
      γενική της αποδημήτριας των αποδημητριών
    αιτιατική την αποδημήτρια τις αποδημήτριες
     κλητική αποδημήτρια αποδημήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αποδημήτρια < αποδημη(τής) + -τρια < αρχαία ελληνική ἀποδημητής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδημήτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποδημητής

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αποδημήτρια
      γενική των αποδημητρίων
    αιτιατική τα αποδημήτρια
     κλητική αποδημήτρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αποδημήτρια < αποδημητής + (-τριος) -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδημήτρια[1] ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αποδημήτριαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας