↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβατάρικος η διαβατάρικη το διαβατάρικο
      γενική του διαβατάρικου της διαβατάρικης του διαβατάρικου
    αιτιατική τον διαβατάρικο τη διαβατάρικη το διαβατάρικο
     κλητική διαβατάρικε διαβατάρικη διαβατάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβατάρικοι οι διαβατάρικες τα διαβατάρικα
      γενική των διαβατάρικων των διαβατάρικων των διαβατάρικων
    αιτιατική τους διαβατάρικους τις διαβατάρικες τα διαβατάρικα
     κλητική διαβατάρικοι διαβατάρικες διαβατάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβατάρικος < διαβατάρης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

διαβατάρικος -η -ο

  1. που διαβαίνει, που περνάει από ένα μέρος ταξιδεύοντας
    Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις (Δημοτικό τραγούδι)
  2. που διαρκεί σύντομο χρονικό διάστημα
     συνώνυμα: εφήμερος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία