διαβατάρικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαβατάρικος < διαβατάρης + -ικος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διαβατάρικος -η -ο
- που διαβαίνει, που περνάει από ένα μέρος ταξιδεύοντας
- Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις (Δημοτικό τραγούδι)
- που διαρκεί σύντομο χρονικό διάστημα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαβατάρικος