διαβατάρης
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβατάρης < μεσαιωνική ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίαδιαβατάρης, α, ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβατάρης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαβατάρης
→ δείτε τη λέξη διαβάτης |