↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβατικός η διαβατική το διαβατικό
      γενική του διαβατικού της διαβατικής του διαβατικού
    αιτιατική τον διαβατικό τη διαβατική το διαβατικό
     κλητική διαβατικέ διαβατική διαβατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβατικοί οι διαβατικές τα διαβατικά
      γενική των διαβατικών των διαβατικών των διαβατικών
    αιτιατική τους διαβατικούς τις διαβατικές τα διαβατικά
     κλητική διαβατικοί διαβατικές διαβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβατικός < (ελληνιστική κοινή) διαβατικός < διαβαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

διαβατικός, -ή, ό

  1. που διέρχεται, που περνάει
    ※  Ένας διαβατικός πελαργός, χτυπημένος, έπεσε πίσω απ' τα χαρακώματά μας, νεκρός. (Γιάννης Σκαρίμπας Φυγή προς τα εμπρός [διήγημα])
     συνώνυμα: περαστικός
  2. πρόσκαιρος
     συνώνυμα: εφήμερος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία