διαβατικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαβατικός < ελληνιστική κοινή διαβατικός < διαβαίνω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διαβατικός, -ή, ό
- που διέρχεται, που περνάει
- πρόσκαιρος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαβατικός
διαβατικός, -ή, ό