virulent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | virulent | virulents |
θηλυκό | virulente | virulentes |
Επίθετο επεξεργασία
virulent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | virulent | virulents |
θηλυκό | virulente | virulentes |
virulent (fr)