λοίμωξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοίμωξη | οι | λοιμώξεις |
γενική | της | λοίμωξης* | των | λοιμώξεων |
αιτιατική | τη | λοίμωξη | τις | λοιμώξεις |
κλητική | λοίμωξη | λοιμώξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λοιμώξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοίμωξη < καθαρεύουσα λοίμωξις < ελληνιστική κοινή λοιμώσσω / λοιμώττω + -σις < αρχαία ελληνική λοιμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.mo.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοί‐μω‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοίμωξη θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία πολλαπλασιασμού μικροβίων που προκαλεί συνήθως φλεγμονή
- ※ Οι λοιμώξεις από στρεπτόκοκκο προκαλούν διάφορα συμπτώματα, όπως πονόλαιμο, πυρετό, ρίγη και μυϊκούς πόνους. (www.efsyn.gr, 31.03.2023)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λοίμωξη στη Βικιπαίδεια