πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοίμωξη οι λοιμώξεις
      γενική της λοίμωξης* των λοιμώξεων
    αιτιατική τη λοίμωξη τις λοιμώξεις
     κλητική λοίμωξη λοιμώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λοιμώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία