infection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinfection (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
infection | infections |
infection (fr) θηλυκό
infection (en)
ενικός | πληθυντικός |
infection | infections |
infection (fr) θηλυκό