πονόλαιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονόλαιμος < πόνος + -ο- + λαιμός[1] ή < μεσαιωνική ελληνική πονόλαιμος[2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πονόλαιμος αρσενικό
- ο πόνος στον λαιμό
- ※ Οι λοιμώξεις από στρεπτόκοκκο προκαλούν διάφορα συμπτώματα, όπως πονόλαιμο, πυρετό, ρίγη και μυϊκούς πόνους. (www.efsyn.gr, 31.03.2023)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Sore throat στην αγγλική Βικιπαίδεια
- λαρυγγίτιδα
- φαρυγγίτιδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πονόλαιμος
|
- ↑ πονόλαιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πονόλαιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)