• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

φαρυγγίτιδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Σύνθετα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρυγγίτιδα οι φαρυγγίτιδες
      γενική της φαρυγγίτιδας των φαρυγγίτιδων
    αιτιατική τη φαρυγγίτιδα τις φαρυγγίτιδες
     κλητική φαρυγγίτιδα φαρυγγίτιδες
όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φαρυγγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharyngite < φάρυγξ + -ῖτις (η φλεγμονή) (-ίτιδα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

φαρυγγίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του φάρυγγα

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • ρινοφαρυγγίτιδα
  • φαρυγγολαρυγγίτιδα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    φαρυγγίτιδα
  • αγγλικά : pharyngitis (en)
  • γαλλικά : pharyngite (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φαρυγγίτιδα&oldid=4694869"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2020, στις 09:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2020, στις 09:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie