ρινοφαρυγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρινοφαρυγγίτιδα < ρινοφάρυγγας + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρινοφαρυγγίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρινοφαρυγγίτιδα
|