φάρυγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φᾰρῠγ- φᾰρῠγγ- | |||||
ονομαστική | ἡ ὁ |
φάρυγξ | αἱ οἱ |
φάρυγγες | |
γενική | τῆς τοῦ |
φάρυγος & φάρυγγος |
τῶν | φαρύγγων | |
δοτική | τῇ τῷ |
φάρυγγῐ | ταῖς τοῖς |
φάρυγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν τὸν |
φάρυγγᾰ | τὰς τοὺς |
φάρυγγᾰς | |
κλητική ὦ! | φάρυγξ | φάρυγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάρυγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φαρύγγοιν | |||
Και τύπος αρσενικού. Για το θέμα φαρυγ- δείτε φάρυξ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάρυγξ < αρχαιότερος τύπος φάρυξ (θηλυκό, γενική: φάρυγος) + ένρινο επίθημα κατά το λάρυγξ < *φαρ-υγ-ς.
- Πιθανόν το θέμα φαρ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (σκάβω, τρυπάω)[1] (δείτε και τη λέξη φάρος (άροτρο) ουδέτερο, λατινική frumen (λάρυγγας), παλαιά αρμενική երբուծ (erbuc). Επίσης φάραγξ.[2]
- Κατά τον Beekes,[3] προέλευσης από την προελληνική λόγω της παρουσίας του έρρινου επιθήματος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάρυγξ, -υγγος / -υγος η αιτιατική: -υγγα' θηλυκό (και αρσενικό σε λιγότερες περιπτώσεις)
- ο λαιμός, ο φάρυγγας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φαρυγ- φαρυγγ-
φαρυγ- φαρυγγ-
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ *bʰerH-' στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ «φάρυγγας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- φάρυγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάρυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.