φαρυγγοτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρυγγοτομία < φάρυγγο(ς) + -τομία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρυγγοτομία θηλυκό
- (ιατρική) τομή για διάνοιξη του φάρυγγα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρυγγοτομία
|
φαρυγγοτομία θηλυκό
|