φάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φάρος | οι | φάροι |
γενική | του | φάρου | των | φάρων |
αιτιατική | τον | φάρο | τους | φάρους |
κλητική | φάρε | φάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φάρος < αρχαία ελληνική Φάρος (νησί) < αιγυπτιακά: ίσως pr-‘o «μεγάλο σπίτι»
- (μεταφορική έννοια) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική phare[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάρος αρσενικό
- κτίσμα ή εγκατάσταση σε ακρωτήριο, λιμάνι και άλλα σημεία που εκπέμπει τη νύχτα φωτεινά σήματα για να καθοδηγεί τα διερχόμενα πλοία
- (μεταφορικά) άτομο, ιδέα ή γεγονός που έχει την ιδιότητα να προσανατολίζει και να καθοδηγεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- φάρος (ελληνιστική κοινή) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Φάρος (νησί) < αιγυπτιακά: ίσως pr-‘o «μεγάλο σπίτι»
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- φάρος: με βραχύ άλφα φᾰρος
Ουσιαστικό}} επεξεργασία
- Δεν δόθηκε η λέξη!
Πηγές επεξεργασία
- φάρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.