προσανατολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσανατολίζω < προσ- + ανατολή + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orienter) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.sa.na.toˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σα‐να‐το‐λί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐α‐να‐το‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσανατολίζω, αόρ.: προσανατόλισα, παθ.φωνή: προσανατολίζομαι, π.αόρ.: προσανατολίστηκα, μτχ.π.π.: προσανατολισμένος
- εντοπίζω το σημείο της ανατολής στον ορίζοντα (και (κατ’ επέκταση) και τα άλλα σημεία του ορίζοντα), ώστε να βρω προς τα πού πρέπει να κινηθώ ή πού βρίσκομαι
- (μεταφορικά) κατευθύνω προς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή βρίσκομαι εκεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις προς και ανατολή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσανατολίζω | προσανατόλιζα | θα προσανατολίζω | να προσανατολίζω | προσανατολίζοντας | |
β' ενικ. | προσανατολίζεις | προσανατόλιζες | θα προσανατολίζεις | να προσανατολίζεις | προσανατόλιζε | |
γ' ενικ. | προσανατολίζει | προσανατόλιζε | θα προσανατολίζει | να προσανατολίζει | ||
α' πληθ. | προσανατολίζουμε | προσανατολίζαμε | θα προσανατολίζουμε | να προσανατολίζουμε | ||
β' πληθ. | προσανατολίζετε | προσανατολίζατε | θα προσανατολίζετε | να προσανατολίζετε | προσανατολίζετε | |
γ' πληθ. | προσανατολίζουν(ε) | προσανατόλιζαν προσανατολίζαν(ε) |
θα προσανατολίζουν(ε) | να προσανατολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσανατόλισα | θα προσανατολίσω | να προσανατολίσω | προσανατολίσει | ||
β' ενικ. | προσανατόλισες | θα προσανατολίσεις | να προσανατολίσεις | προσανατόλισε | ||
γ' ενικ. | προσανατόλισε | θα προσανατολίσει | να προσανατολίσει | |||
α' πληθ. | προσανατολίσαμε | θα προσανατολίσουμε | να προσανατολίσουμε | |||
β' πληθ. | προσανατολίσατε | θα προσανατολίσετε | να προσανατολίσετε | προσανατολίστε | ||
γ' πληθ. | προσανατόλισαν προσανατολίσαν(ε) |
θα προσανατολίσουν(ε) | να προσανατολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσανατολίσει | είχα προσανατολίσει | θα έχω προσανατολίσει | να έχω προσανατολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσανατολίσει | είχες προσανατολίσει | θα έχεις προσανατολίσει | να έχεις προσανατολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσανατολίσει | είχε προσανατολίσει | θα έχει προσανατολίσει | να έχει προσανατολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσανατολίσει | είχαμε προσανατολίσει | θα έχουμε προσανατολίσει | να έχουμε προσανατολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσανατολίσει | είχατε προσανατολίσει | θα έχετε προσανατολίσει | να έχετε προσανατολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσανατολίσει | είχαν προσανατολίσει | θα έχουν προσανατολίσει | να έχουν προσανατολίσει |
|
- Παθητική φωνή: επίσης, αοριστικοί τύποι με λόγια κατάληξη (-σθ-ώ, -σθ-ηκα)
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσανατολίζομαι | προσανατολιζόμουν(α) | θα προσανατολίζομαι | να προσανατολίζομαι | ||
β' ενικ. | προσανατολίζεσαι | προσανατολιζόσουν(α) | θα προσανατολίζεσαι | να προσανατολίζεσαι | ||
γ' ενικ. | προσανατολίζεται | προσανατολιζόταν(ε) | θα προσανατολίζεται | να προσανατολίζεται | ||
α' πληθ. | προσανατολιζόμαστε | προσανατολιζόμαστε προσανατολιζόμασταν |
θα προσανατολιζόμαστε | να προσανατολιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προσανατολίζεστε | προσανατολιζόσαστε προσανατολιζόσασταν |
θα προσανατολίζεστε | να προσανατολίζεστε | (προσανατολίζεστε) | |
γ' πληθ. | προσανατολίζονται | προσανατολίζονταν προσανατολιζόντουσαν |
θα προσανατολίζονται | να προσανατολίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσανατολίστηκα | θα προσανατολιστώ | να προσανατολιστώ | προσανατολιστεί | ||
β' ενικ. | προσανατολίστηκες | θα προσανατολιστείς | να προσανατολιστείς | προσανατολίσου | ||
γ' ενικ. | προσανατολίστηκε | θα προσανατολιστεί | να προσανατολιστεί | |||
α' πληθ. | προσανατολιστήκαμε | θα προσανατολιστούμε | να προσανατολιστούμε | |||
β' πληθ. | προσανατολιστήκατε | θα προσανατολιστείτε | να προσανατολιστείτε | προσανατολιστείτε | ||
γ' πληθ. | προσανατολίστηκαν προσανατολιστήκαν(ε) |
θα προσανατολιστούν(ε) | να προσανατολιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσανατολιστεί | είχα προσανατολιστεί | θα έχω προσανατολιστεί | να έχω προσανατολιστεί | προσανατολισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσανατολιστεί | είχες προσανατολιστεί | θα έχεις προσανατολιστεί | να έχεις προσανατολιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσανατολιστεί | είχε προσανατολιστεί | θα έχει προσανατολιστεί | να έχει προσανατολιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσανατολιστεί | είχαμε προσανατολιστεί | θα έχουμε προσανατολιστεί | να έχουμε προσανατολιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσανατολιστεί | είχατε προσανατολιστεί | θα έχετε προσανατολιστεί | να έχετε προσανατολιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσανατολιστεί | είχαν προσανατολιστεί | θα έχουν προσανατολιστεί | να έχουν προσανατολιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προσανατολισμένος - είμαστε, είστε, είναι προσανατολισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προσανατολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προσανατολισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προσανατολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προσανατολισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προσανατολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προσανατολισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσανατολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας