Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσανατολίζω < προσ- + ανατολή + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orienter) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sa.na.toˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σα‐να‐το‐λί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐α‐να‐το‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

προσανατολίζω, αόρ.: προσανατόλισα, παθ.φωνή: προσανατολίζομαι, π.αόρ.: προσανατολίστηκα, μτχ.π.π.: προσανατολισμένος

  1. εντοπίζω το σημείο της ανατολής στον ορίζοντα (και (κατ’ επέκταση) και τα άλλα σημεία του ορίζοντα), ώστε να βρω προς τα πού πρέπει να κινηθώ ή πού βρίσκομαι
  2. (μεταφορικά) κατευθύνω προς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή βρίσκομαι εκεί

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προς και ανατολή

Κλίση επεξεργασία

  • Παθητική φωνή: επίσης, αοριστικοί τύποι με λόγια κατάληξη (-σθ-ώ, -σθ-ηκα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία