Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beacon beacons

beacon (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • beacon στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας beacon
γ΄ ενικό ενεστώτα beacons
αόριστος beaconed
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή beaconing

beacon (en)