beacon
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- beacon < (κληρονομημένο) μέση αγγλική beken < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική bēacn < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική *baukną
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
beacon | beacons |
beacon (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- beacon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | beacon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beacons |
αόριστος | beaconed |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | beaconing |
beacon (en)
- φωτίζω ως φάρος