λάρυγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λάρυγξ | οἱ | λάρυγγες |
γενική | τοῦ | λάρυγγος | τῶν | λαρύγγων |
δοτική | τῷ | λάρυγγῐ | τοῖς | λάρυγξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | λάρυγγᾰ | τοὺς | λάρυγγᾰς |
κλητική ὦ! | λάρυγξ | λάρυγγες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάρυγγε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαρύγγοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάρυγξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάρυγξ αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- λάρυγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάρυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.