ένρινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένρινος | η | ένρινη | το | ένρινο |
γενική | του | ένρινου | της | ένρινης | του | ένρινου |
αιτιατική | τον | ένρινο | την | ένρινη | το | ένρινο |
κλητική | ένρινε | ένρινη | ένρινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένρινοι | οι | ένρινες | τα | ένρινα |
γενική | των | ένρινων | των | ένρινων | των | ένρινων |
αιτιατική | τους | ένρινους | τις | ένρινες | τα | ένρινα |
κλητική | ένρινοι | ένρινες | ένρινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένρινος < έν- + ρίν(α) + -ος < αρχαία ελληνική ῥίς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nasal). Δείτε και το έρρινος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈen.ɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έν‐ρι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαένρινος, -η, -ο
- άλλη μορφή του έρρινος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ένρινος
|