nasal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnasal (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nasal | nasaux |
θηλυκό | nasale | nasales |
nasal (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
nasal | nasaux |
nasal (fr) αρσενικό