↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῑν-
ονομαστική ῥίς αἱ ῥῖνες
      γενική τῆς ῥινός τῶν ῥινῶν
      δοτική τῇ ῥινῐ́ ταῖς ῥισῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ῥῖν τὰς ῥῖνᾰς
     κλητική ! ῥίς ῥῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥῖνε
γεν-δοτ τοῖν  ῥινοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
Σπάνια με βραχύ γιώτα (τότε, ο πληθυντικός θα ήταν «ρίνες».
Δείτε και το ελληνιστικό «ῥίν».
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίς' όπως «ῥίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥίς < προέλευσης από την προελληνική [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥῑ́ς θηλυκό (σπάνια ῥῐ́ς)

  1. (ανθρώπινο σώμα, ανατομία) μύτη, ρίνα
  2. στον πληθυντικό: ῥῖνες: ρουθούνια
  3. πλαγιά βουνού
  4. αγωγός, σωλήνας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.