ῥίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῥῑν- | |||||
ονομαστική | ἡ | ῥίς | αἱ | ῥῖνες | |
γενική | τῆς | ῥινός | τῶν | ῥινῶν | |
δοτική | τῇ | ῥινῐ́ | ταῖς | ῥισῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ῥῖνᾰ | τὰς | ῥῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | ῥίς | ῥῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥινοῖν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Σπάνια με βραχύ γιώτα (τότε, ο πληθυντικός θα ήταν «ρίνες». Δείτε και το ελληνιστικό «ῥίν». | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίς' όπως «ῥίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥίς < προέλευσης από την προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥῑ́ς θηλυκό (σπάνια ῥῐ́ς)
- (ανθρώπινο σώμα, ανατομία) μύτη, ρίνα
- στον πληθυντικό: ῥῖνες: ρουθούνια
- πλαγιά βουνού
- αγωγός, σωλήνας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ῥίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.