ελληνιστική κοινή
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῑν-
ονομαστική ῥίν αἱ ῥῖνες
      γενική τῆς ῥινός τῶν ῥινῶν
      δοτική τῇ ῥινῐ́ ταῖς ῥισῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ῥῖν τὰς ῥῖνᾰς
     κλητική ! ῥίν ῥῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥῖνε
γεν-δοτ τοῖν  ῥινοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
Δείτε τον αρχαιότερο τύπο «ῥίς».
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίν' όπως «ῥίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥίν < πιθανόν με υπόθεση τύπου ενικού «ῥίν» αντί για «ῥίς» από εσφαλμένη ανάγνωση (f.l.) του πληθυνtικού της, «ῥῖνες» [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥῑ́ν θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κατά το Liddell-Scott-Jones (δείτε το ῥίν στο ΛΟΓΕΙΟΝ)