έρρινος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έρρινος < εν- + ρίνα + -ος < αρχαία ελληνική ῥίς ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nasal)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
έρρινος, -η, -ο
- που δημιουργείται στη ρινική κοιλότητα ή προέρχεται από κει
- (γλωσσολογία) που δημιουργείται στη ρινική κοιλότητα ή προέρχεται από κει