↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έρρινος η έρρινη το έρρινο
      γενική του έρρινου της έρρινης του έρρινου
    αιτιατική τον έρρινο την έρρινη το έρρινο
     κλητική έρρινε έρρινη έρρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έρρινοι οι έρρινες τα έρρινα
      γενική των έρρινων των έρρινων των έρρινων
    αιτιατική τους έρρινους τις έρρινες τα έρρινα
     κλητική έρρινοι έρρινες έρρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έρρινος < ένρινος με εν- > ερ- (αφομοίωση του νρ > ρρ) + ρίν(α) + -ος < αρχαία ελληνική ῥίς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nasal). Διαφορετικό το ελληνιστικό ἔρρινον, ἔνρινον (φάρμακο για φτάρνισμα) [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

έρρινος, -η, -ο

  1. που δημιουργείται στη ρινική κοιλότητα ή προέρχεται από κει
  2. (γλωσσολογία, φωνητική) που δημιουργείται στη ρινική κοιλότητα ή προέρχεται από κει
    ⮡  έρρινα ή ρινικά σύμφωνα
    ⮡  η έρρινη προφορά του μπ [mb], ντ [nd], γκ [nɡ] και η απερρινοποιημένη, [b], [d], [ɡ].

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε και τη λέξη ρίνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία