ερ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερ- < αρχαία ελληνική ἐρ- < ἐν- πριν από [ɾ] < ἐν
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαερ- ή έρ-
- άλλη μορφή του εν-, συχνά, πριν από β’ συνθετικό που αρχίζει από <ρ> (δείτε ρρ)
- ερρινότητα, αλλά και ενρινότητα
- έρρινος, αλλά και ένρινος
Σύνθετα
επεξεργασίακαι δείτε
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό και όλες τις μορφές του εν-