απερρινοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απερρινοποίηση | οι | απερρινοποιήσεις |
γενική | της | απερρινοποίησης | των | απερρινοποιήσεων |
αιτιατική | την | απερρινοποίηση | τις | απερρινοποιήσεις |
κλητική | απερρινοποίηση | απερρινοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απερρινοποίηση < απ- + ερρινοποίηση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dénasalisation [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pe.ɾi.noˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐περ‐ρι‐νο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
απερρινοποίηση θηλυκό
- (φωνητική) η τροπή ενός ένρινου φθόγγου στον αντίστοιχο μη ένρινο
- παράδειγμα η λέξη πέντε: ΔΦΑ : /ˈpen.de/ > /ˈpe.de/
- ↪ Στα νέα ελληνικά η απερρινοποίηση είναι συχνή στα [mb, nd, ŋg] ιδιαίτερα σε γρήγορο λόγο.
- ≠ αντώνυμα: ερρινοποίηση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απερρινοποίηση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)