λαρυγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λαρυγγῖτις από την αιτιατική ενικού σε -ίτιδα: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngite < νεολατινική laryngitis < αρχαία ελληνική λάρυγξ [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ɾiŋˈɟi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ρυγ‐γί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαρυγγίτιδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λάρυγγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαρυγγίτιδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαρυγγίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας