λαρυγγῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαρυγγῖτις | αἱ | λαρυγγίτιδες | ||||
γενική | τῆς | λαρυγγίτιδος | τῶν | λαρυγγιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | λαρυγγίτιδι | ταῖς | λαρυγγίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λαρυγγῖτιν | τὰς | λαρυγγίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | λαρυγγῖτι | λαρυγγίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγῖτις (μαρτυρείται από το 1837) [1] → και δείτε τη λέξη λαρυγγίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαρυγγῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 593, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .