Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσίσια < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیش (čiš) (τουρκική çiş). Δείτε και τον τύπο τσίσα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡si.sça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐σια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίσια ουδέτερο στον πληθυντικό (προφορικό τσίσα, σπάνιος ενικός: τσίσι) ελλειπτικό ουσιαστικό

Παράγωγα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία