Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίσια < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیش (čiš) (τουρκική çiş). Δείτε και τον τύπο τσίσα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίσια ουδέτερο στον πληθυντικό (προφορικό τσίσα, σπάνιος ενικός: τσίσι) ελλειπτικό ουσιαστικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία