τσίσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσίσια < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیش (čiš) (τουρκική çiş). Δείτε και τον τύπο τσίσα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡si.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐σια
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσίσια ουδέτερο στον πληθυντικό (προφορικό τσίσα, σπάνιος ενικός: τσίσι) ελλειπτικό ουσιαστικό
- (παιδική γλώσσα, οικείο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κάνω τσίσια (ουρώ)
- θέλω τσίσια (κατουριέμαι)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τσίσια, τσίσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσίσα, τσίσια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)