ουροδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουροδοχείο < ελληνιστική κοινή οὐροδοχεῖον < αρχαία ελληνική οὖρον + ελληνιστική κοινή δοχεῖον < αρχαία ελληνική δέχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.ɾo.ðoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρο‐δο‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουροδοχείο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- αγγειό
- ατζό
- βούτα
- δοχείο της νύχτας
- επιδέξιο, πιδέξιο
- καθίκι
- κατουρλοκάνατο, κατουροκάνατο
- κατουρογυάλι
- κατουροκούμαρο
- κατουρολάγηνο
- πάπια
- τσουκάλι
- χρειασίδι