ουροδόχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ουροδόχη < ελληνιστική κοινή οὐροδόχη < αρχαία ελληνική οὖρον + δέχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουροδόχη θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ουροδοχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουροδόχη
|