δοχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δοχεῖον | δοχείω | δοχεῖα |
Γενική | δοχείου | δοχείοιν | δοχείων |
Δοτική | δοχείῳ | δοχείοιν | δοχείοις |
Αιτιατική | δοχεῖον | δοχείω | δοχεῖα |
Κλητική | δοχεῖον | δοχείω | δοχεῖα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δοχεῖον < αρχαία ελληνική δέχομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δοχεῖον ουδέτερο