ὄρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀρεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ὄρος | τὰ | ὄρη - ὄρεᾰ | |
γενική | τοῦ | ὄρους - ὄρεος | τῶν | ὀρῶν - ὀρέων | |
δοτική | τῷ | ὄρει - ὄρεῐ̈ | τοῖς | ὄρεσῐ(ν) & επικός ὄρεσφι | |
αιτιατική | τὸ | ὄρος | τὰ | ὄρη - ὄρεα | |
κλητική ὦ! | ὄρος | ὄρη - ὄρεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρει - ὄρεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀροῖν - ὀρέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄρος < πιθανόν ὄρνυμι ... → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄρος ουδέτερο
- (γεωγραφία) το όρος, το βουνό
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν
- Απόσπασμα πολλάκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρέων
- πολλάκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρέων, ὅκα
θεοῖσι ϝάδηι πολύφανος ἑορτά
- πολλάκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρέων, ὅκα
- Απόσπασμα 58D, 34P Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι ()- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα - Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής
- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
- εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
- Απόσπασμα πολλάκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρέων
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν
Άλλες μορφές
επεξεργασία- λυρικός & επικός τύπος : οὔρεος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.