→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀρεσίτροφος τὸ ὀρεσίτροφον
      γενική τοῦ/τῆς ὀρεσιτρόφου τοῦ ὀρεσιτρόφου
      δοτική τῷ/τῇ ὀρεσιτρόφ τῷ ὀρεσιτρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρεσίτροφον τὸ ὀρεσίτροφον
     κλητική ! ὀρεσίτροφε ὀρεσίτροφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀρεσίτροφοι τὰ ὀρεσίτροφ
      γενική τῶν ὀρεσιτρόφων τῶν ὀρεσιτρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀρεσιτρόφοις τοῖς ὀρεσιτρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀρεσιτρόφους τὰ ὀρεσίτροφ
     κλητική ! ὀρεσίτροφοι ὀρεσίτροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀρεσιτρόφω τὼ ὀρεσιτρόφω
      γεν-δοτ τοῖν ὀρεσιτρόφοιν τοῖν ὀρεσιτρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρεσίτροφος < ὀρεσί- + -τρόφος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀρεσίτροφος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία