πυλωρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυλωρός | οι | πυλωροί |
γενική | του | πυλωρού | των | πυλωρών |
αιτιατική | τον | πυλωρό | τους | πυλωρούς |
κλητική | πυλωρέ | πυλωροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυλωρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυλωρός (αρχαία σημασία: φύλακας) < πύλ(η) + -ωρός (ὁράω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυλωρός αρσενικό
- (ανατομία) το τελευταίο τμήμα του στομάχου, πριν την είσοδο της τροφής στο δωδεκαδάκτυλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πύλη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πυλωρός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυλωρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυλωρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῠλωρο- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυλωρός | οἱ/αἱ | πυλωροί | |
γενική | τοῦ/τῆς | πυλωροῦ | τῶν | πυλωρῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | πυλωρῷ | τοῖς/ταῖς | πυλωροῖς | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυλωρόν | τοὺς/τὰς | πυλωρούς | |
κλητική ὦ! | πυλωρέ | πυλωροί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυλωρώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πυλωροῖν | |||
Σπάνια κοινού γένους: και θηλυκό «η φύλακας». | |||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυλωρός < πύλ(η) + -ωρός (ὁράω). Δείτε και το επικό πυλαωρός < πυλα- + -*ϝορός (για το δεύτερο συνθετικό δείτε και οὖρος).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυλωρός αρσενικό (και θηλυκό
- φύλακας, θυρωρός
- και ως θηλυκό ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1153
- ἡ πυλωρός δωμάτων γυνή
- και ως θηλυκό ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1153
- (ελληνιστική σημασία)
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ ἡ |
πυλωρός | οἱ αἱ |
πυλωροί | ||||
γενική | τοῦ τῆς |
πυλωροῦ | τῶν | πυλωρῶν | ||||
δοτική | τῷ τῇ |
πυλωρῷ | τοῖς ταῖς |
πυλωροῖς | ||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
πυλωρόν | τοὺς τὰς |
πυλωρούς | ||||
κλητική ὦ! | πυλωρέ | πυλωροί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυλωρώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πυλωροῖν | ||||||
Αρσενικό στη σημασία: πυλωρός στο στομάχι. Θηλυκό στη σημασία: πυλωρός, οστό της μήτρας. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πύλη, ὁράω, οὖρος και ὤρα με ψιλή
- Διαφορετική ετυμολογία για το πυλεών / πυλών ή το πέλωρ
Πηγές
επεξεργασία- πυλωρός, πυλαωρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυλωρός, πυλαωρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πυλωρός σελ.6349-6350 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)