Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυλωρικός η πυλωρική το πυλωρικό
      γενική του πυλωρικού της πυλωρικής του πυλωρικού
    αιτιατική τον πυλωρικό την πυλωρική το πυλωρικό
     κλητική πυλωρικέ πυλωρική πυλωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυλωρικοί οι πυλωρικές τα πυλωρικά
      γενική των πυλωρικών των πυλωρικών των πυλωρικών
    αιτιατική τους πυλωρικούς τις πυλωρικές τα πυλωρικά
     κλητική πυλωρικοί πυλωρικές πυλωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυλωρικός < πυλωρός

  Επίθετο επεξεργασία

πυλωρικός

  • που αναφέρεται στον πυλωρό
    πυλωρικός σφιγκτήρας

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  πυλωρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία