Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυλωρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυλωρικ
ός
η
πυλωρικ
ή
το
πυλωρικ
ό
γενική
του
πυλωρικ
ού
της
πυλωρικ
ής
του
πυλωρικ
ού
αιτιατική
τον
πυλωρικ
ό
την
πυλωρικ
ή
το
πυλωρικ
ό
κλητική
πυλωρικ
έ
πυλωρικ
ή
πυλωρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυλωρικ
οί
οι
πυλωρικ
ές
τα
πυλωρικ
ά
γενική
των
πυλωρικ
ών
των
πυλωρικ
ών
των
πυλωρικ
ών
αιτιατική
τους
πυλωρικ
ούς
τις
πυλωρικ
ές
τα
πυλωρικ
ά
κλητική
πυλωρικ
οί
πυλωρικ
ές
πυλωρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυλωρικός
<
πυλωρός
Επίθετο
επεξεργασία
πυλωρικός
που αναφέρεται στον
πυλωρό
πυλωρικός
σφιγκτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πυλωρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυλωρικός
γαλλικά
:
pylorique
(fr)