πυλωρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πυλωρικός < πυλωρός
Επίθετο
επεξεργασία
πυλωρικός
- που αναφέρεται στον πυλωρό
- πυλωρικός σφιγκτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πυλωρός