Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θυρωρός οι θυρωροί
      γενική του/της θυρωρού των θυρωρών
    αιτιατική τον/τη θυρωρό τους/τις θυρωρούς
     κλητική θυρωρέ θυρωροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυρωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυρωρός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και θυρωρίνα)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θύρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυρωρός οἱ θυρωροί
      γενική τοῦ θυρωροῦ τῶν θυρωρῶν
      δοτική τῷ θυρωρ τοῖς θυρωροῖς
    αιτιατική τὸν θυρωρόν τοὺς θυρωρούς
     κλητική ! θυρωρέ θυρωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυρωρώ
γεν-δοτ τοῖν  θυρωροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυρωρός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία