πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυρωρός οἱ θυρωροί
      γενική τοῦ θυρωροῦ τῶν θυρωρῶν
      δοτική τῷ θυρωρ τοῖς θυρωροῖς
    αιτιατική τὸν θυρωρόν τοὺς θυρωρούς
     κλητική ! θυρωρέ θυρωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυρωρώ
γεν-δοτ τοῖν  θυρωροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θυρωρός αρσενικό