• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θυρωρίνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυρωρίνα οι θυρωρίνες
      γενική της θυρωρίνας των θυρωρίνων
    αιτιατική τη θυρωρίνα τις θυρωρίνες
     κλητική θυρωρίνα θυρωρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θυρωρίνα < θυρωρός + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θυρωρίνα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, λαϊκό) γυναίκα θυρωρός
  2. η σύζυγος του θυρωρού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θυρωρίνα
  • γαλλικά : concierge (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θυρωρίνα&oldid=5477849"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 14:24

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 14:24.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας