Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυρωρίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θυρωρίν
α
οι
θυρωρίν
ες
γενική
της
θυρωρίν
ας
των
θυρωρίν
ων
αιτιατική
τη
θυρωρίν
α
τις
θυρωρίν
ες
κλητική
θυρωρίν
α
θυρωρίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυρωρίνα
<
θυρωρός
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θυρωρίνα
θηλυκό
(
επάγγελμα
,
λαϊκό
) γυναίκα
θυρωρός
η σύζυγος του θυρωρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυρωρίνα
γαλλικά
:
concierge
(fr)