Ουσιαστικό

επεξεργασία

concierge (en)

  1. (επάγγελμα) υπάλληλος ενός ξενοδοχείου που φροντίζει να εξυπηρετήσει τους πελάτες, πχ να τους κλείσει εισιτήρια ή εστιατόριο
  2. (επάγγελμα) θυρωρός μιας πολυκατοικίας



      ενικός         πληθυντικός  
concierge concierges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

concierge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ο θυρωρός, η θυρωρίνα
  2. (μεταφορικά) ο κουτσομπόλης