concierge
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concierge | concierges |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
concierge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο θυρωρός, η θυρωρίνα
- (μεταφορικά) ο κουτσομπόλης