↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουτσομπόλης οι κουτσομπόληδες
      γενική του κουτσομπόλη των κουτσομπόληδων
    αιτιατική τον κουτσομπόλη τους κουτσομπόληδες
     κλητική κουτσομπόλη κουτσομπόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσομπόλης < κουτσομπολ(εύω) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.t͡soˈbo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐τσο‐μπό‐λης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτσομπόλης αρσενικό (θηλυκό κουτσομπόλα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία