↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσομπόλα οι κουτσομπόλες
      γενική της κουτσομπόλας
    αιτιατική την κουτσομπόλα τις κουτσομπόλες
     κλητική κουτσομπόλα κουτσομπόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσομπόλα < κουτσομπόλης +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτσομπόλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία