médisant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | médisant | médisants |
θηλυκό | médisante | médisantes |
Επίθετο επεξεργασία
médisant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη médire
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | médisant | médisants |
θηλυκό | médisante | médisantes |
médisant (fr)