Δείτε επίσης: Portier

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
portier portiers

portier (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
portier < γαλλική portier

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

portier (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία