πορτιέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poɾˈtçe.ɾis/ & /poɾˈti̯e.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐τιέ‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορτιέρης αρσενικό (θηλυκό πορτιέρισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που επιβλέπει την είσοδο και έξοδο ανθρώπων από κάποια πόρτα, ελέγχει και φυλάει το γύρω χώρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόρτα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πορτιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας