πορτιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορτιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική portiere + -ης < γαλλική portier [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε πόρτ(α) + -ιέρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poɾˈtçe.ɾis/ & /poɾˈti̯e.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐τιέ‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορτιέρης αρσενικό (θηλυκό πορτιέρισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που επιβλέπει την είσοδο και έξοδο ανθρώπων από κάποια πόρτα, ελέγχει και φυλάει το γύρω χώρο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πόρτα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορτιέρης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πορτιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας