πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυλωρισμός οι πυλωρισμοί
      γενική του πυλωρισμού των πυλωρισμών
    αιτιατική τον πυλωρισμό τους πυλωρισμούς
     κλητική πυλωρισμέ πυλωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυλωρισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.