πυλωρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυλωρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική pylorisme < pylor(e) + -isme < αρχαία ελληνική πυλωρ(ός) + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.lo.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐λω‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυλωρισμός αρσενικό
- (ιατρική) σπασμωδική κίνηση του πυλωρού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πυλωρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.